- ἐρωτικούς
- ἐρωτικόςofmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Sphaerus — ( el. Σφαῖρος), of BorysthenesPlutarch, [http://classics.mit.edu/Plutarch/cleomene.html Cleomenes ] .] or the Bosphorus,Diogenes Laërtius, [http://www.fordham.edu/halsall/ancient/diogeneslaertius book7 stoics.html The Lives and Opinions of… … Wikipedia
Сфер Боспорский — Σφαῖρος Дата рождения: ок. 285 г. до н.э. Дата смерти: ок. 210 г. до н.э. Направление: стоицизм Сфер Боспорский[1] или Сфер Борисфенский … Википедия
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… … Dictionary of Greek
ερωτοκουβέντα — η ερωτική συνομιλία, κουβέντα για ερωτικούς σκοπούς … Dictionary of Greek
κλωθογύρισμα — το [κλωθογυρίζώ] 1. στριφογύρισμα 2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού 3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής 4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
νάζι — το 1. προσποιητή χάρη στην κίνηση ή στη συμπεριφορά, φιλάρεσκος τρόπος, σκέρτσο 2. φρ. «κάνει νάζια» α) προσποιείται ότι αρνείται ή ότι δεν θέλει β) κάνει ερωτικά σκέρτσα, ερωτικούς ακκισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. naz] … Dictionary of Greek
πυραμός — Ο ήρωας μύθου της Βαβυλώνας, που διηγείται ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του: Δυο ερωτευμένοι, που οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να παντρευτούν, αντάλλαζαν τους ερωτικούς όρκους τους από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο που χώριζε τα δυο σπίτια … Dictionary of Greek
υποκάμισο — το / ὑποκάμισον, ΝΜΑ, και πουκάμισο και ποκάμισο Ν, και ὑποκάμησον Μ ένδυμα από βαμβακερό, λινό, μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα που καλύπτει το επάνω τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση νεοελλ. 1. συνεκδ. ο εξωτερικός χιτώνας τού δέρματος… … Dictionary of Greek